Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Απλωμένα Χέρια



Μετά το interview πήγα στην αφετηρία του λεωφορείου, ευτυχώς ήταν εκεί αυτό που κάνει στάση δίπλα στο σπίτι μου, ήταν μισοάδειο, βρήκα θέση και περίμενα να μπει ο οδηγός για να ξεκινήσουμε. Έβγαλα το βιβλίο μου από την τσάντα και βυθίστηκα στις σελίδες του και στις σκέψεις μου. Μια ξεψυχισμένη φωνή , σαν δυνατός ψίθυρος ακούστηκε: «Σας παρακαλώ...είμαι στο δρόμο...να πάρω κάτι να φάω...». Ήταν ένα άντρας που είχε μπει στο λεωφορείο και με το χέρι απλωμένο ζητούσε βοήθεια. Μακριά καπαρντίνα, λίγο σκονισμένη, πλεκτό πουλόβερ με σχέδια, τζιν... Δεν έμοιαζε καθόλου με άλλους ζητιάνους, σκυφτούς και βρώμικους, που συναντώ κατά καιρούς στα μέσα μεταφοράς. Μου τράβηξε την προσοχή το πρόσωπό του. Είχε ένα ύφος υπερβολικά αξιοπρεπές, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι μια έκφραση προσώπου, το βλέμμα του εξέπεμπε μια παράξενη υπερηφάνεια και κρατούσε το κεφάλι του ψηλά. Τα μάτια του ολόιδια με τα μάτια ενός παλιού φίλου, του Ν., σχιστά και γαλάζια, απίστευτος συνδυασμός. Λίγο πριν φτάσει δίπλα μου το απλωμένο χέρι, μπήκε στο λεωφορείο ο οδηγός και ο άντρας με την καπαρντίνα βιάστηκε να κατεβει. Άθελά του μ’ έβγαλε και από το δίλημμα - δίνω , δεν δίνω? Νιώθω αμήχανα κάθε φορά που με πλησιάζει άνθρωπος με απλωμένο χέρι. Ίσως γιατί είμαι ψωροπερήφανη και θα προτιμούσα να πάω από ασιτία, παρά να ζητιανέψω. Ίσως γιατί μια φορά, σ΄ένα βαγόνι του ηλεκτρικού, κάπου ανάμεσα στην Ομόνοια και τον Πειραιά, ένας νεαρός που βάδιζε με δυσκολία (κινητικά προβλήματα, κάποια αρρώστια είπε) μας ευχαρίστησε θερμά για τον οβολό μας και στην επόμενη στάση κατέβηκε και άρχισε να χοροπηδάει σαν αγριοκάτσικο... Θαύμα! Ίσως γιατί μια άλλη φορά, πάλι μέσα στο ασφυκτικά γεμάτο τρένο, μπήκε μια νεαρή και ζήτησε βοήθεια, γιατί όπως είπε είχε aids. Μόλις ανακοίνωσε την ασθένειά της, κι ενώ δεν έπεφτε καρφίτσα μέσα στο βαγόνι, όσοι ήταν γύρω της έκαναν (άγνωστο πως) δύο βήματα πίσω και δημιούργησαν διάδρομο, μην τύχει και τους ακουμπήσει... Για γέλια και για κλάματα. Κι άλλη μια φορά ήμουν κι εγώ μέσα σε αυτούς που έκαναν πίσω, καθώς μας πλησίαζε ένας πανβρώμικος γκριζομάλλης επαίτης, με ανοιχτές πληγές στα χέρια και στα πόδια. Και δεν ξεχνώ, βέβαια, τον Δ., που ήταν συμμαθητής μου στο δημοτικό και στο γυμνάσιο και ήταν τόσο όμορφο και καλό παιδί, αν και πειραχτήρι, γιατί καθόταν στο πίσω θρανίο και μου τραβούσε την αλογοουρά, και μετά εξαφανίστηκε στο λύκειο και τον ξαναείδα όταν ήμουν πια φοιτήτρια, πολλές φορές, μέσα στο λεωφορείο, αλλά σε αυτόν δεν έδινε κανένας λεφτά – όλοι υποψιάζονταν τι θα τα έκανε- ούτε κι εγώ έδωσα ποτέ κι ας είχα τόσα να θυμάμαι από τα παλιά. Αντίθετα, κρυβόμουν στο κάθισμά μου και παρακαλούσα να μην με αναγνωρίσει κι ας στενοχωριόμουν. Πολύ περισσότερο στενοχωριόμουν τότε, παρά όταν μου τηλεφώνησε μια παλιά συμμαθήτρια για να μου πει τι απέγινε ο Δ. Κι ισως τελικά αυτό που μου προκαλεί αμηχανία να μην είναι τα βρώμικα ρούχα, τα μάτια που μοιάζουν με του Ν. και οι ψεύτικες αρρώστιες, αλλά η σκέψη ότι σε κάθε λεωφορείο, σε κάθε βαγόνι που διασχίζει την πόλη, μπορεί να υπάρχει κάποιος που αναγνωρίζει έναν παλιό συμμαθητή, ένα φίλο, ένα γνωστό, που κάποτε διαβεβαίωνε τους πάντες ότι θα προτιμούσε να πάει από ασιτία, παρά να ζητιανέψει.
Πηγή:Φόρεσα τα παπούτσια της Dorothy

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου